- παιδονομία
- παιδονομίᾱ , παιδονομίαeducation of childrenfem nom/voc/acc dualπαιδονομίᾱ , παιδονομίαeducation of childrenfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδονομία — η (Α παιδονομία) [παιδονόμος] 1. η ανατροφή, η εκπαίδευση τών παιδιών 2. το επάγγελμα, το έργο τού παιδονόμου … Dictionary of Greek
παιδονομίας — παιδονομίᾱς , παιδονομία education of children fem acc pl παιδονομίᾱς , παιδονομία education of children fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδονομίαν — παιδονομίᾱν , παιδονομία education of children fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοφυλακία — νομοφυλακία, ἡ (Α) [νομοφύλαξ] 1. η διαφύλαξη τών νόμων 2. το αξίωμα τού νομοφύλακος («νομοφυλακία, παιδονομία, γυμνασιαρχία», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
παιδονομικός — ή, ὁ (Α παιδονομικός, ή, όν) [παιδονόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδονόμο ή στην παιδονομία … Dictionary of Greek